- ιωνίσκος
- ἰωνίσκος, ὁ (Α) [Ίωνες]το ψάρι χρύσοφρυς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰωνίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνίσκον — ἰωνίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… … Dictionary of Greek